κατάχλωμος

κατάχλωμος
-η, -ο
βλ. κατάχλομος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάχλομος — η, ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, η, ο 1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος 2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος …   Dictionary of Greek

  • κατακίτρινος — η, ο 1. ο εντελώς κίτρινος κατά το χρώμα 2. κάτωχρος, κατάχλωμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”